- προέγκειμαι
- Α1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.)2. ενταφιάζομαι προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek